ικετηρίς

ικετηρίς
ἱκετηρίς, ἡ (Α)
βλ. ικετήριος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱκετηρίδα — ἱκετηρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκετηρίδι — ἱκετηρίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικετήριος — α, ον (ΑΜ ἱκετήριος, ία, ον, Α θηλ. και ικετηρίς, ποιητ. τ. ικτήριος, ία, ον και ιων. τ. θηλ. ίκετηρίη) ικετευτικός* αρχ. 1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἱκτήριοι οι ικέτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱκετηρία α) κλαδί ελιάς που κρατούσε ο ικέτης στα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”